Βρισκόταν ξαπλωμένη σ΄ ένα παγωμένο δάπεδο. Τα μάτια της ήταν κλειστά αλλά προσπαθούσε να αντιληφθεί το παρόν μέσω των υπόλοιπων αισθήσεών τους. Ένιωθε το σώμα της βαρύ, παγιδευμένο και κουνήθηκε δειλά δειλά μήπως και καταλάβει αν τα άκρα της ήταν δεμένα.
“Μάσκες, νουάρ και λοιπές φανταστικές ανησυχίες” – Γιώργος Μπεκιάρης
Τράβηξε απαλά το κλειδί από τη μίζα του παλιού γαλλικού του σαράβαλου. Στο στενό άκουγε μόνο τα βήματα του στις υγρές πλάκες του δρόμου. Κοίταξε μέσα στο μπάρ τους ελάχιστους θαμώνες. "Κάποτε δεν χώραγες εδώ μέσα", σκέφτηκε.
“Πίνακας με λουλούδια”- Ορφέας Σουρής
Δείγματα υπάρχουν παντού, κανείς όμως σ΄ αυτή την πόλη δεν σου μοιάζει, κανένας δε μιλά όπως εσύ. Γνωρίζω καλά πως δεν είναι εμπορική συναλλαγή, κατά βάθος δεν έχει να κάνει με το τι δίνεις και τι παίρνεις, αντίθετα είναι προσωπική υπόθεση.
“Άψυχη ψυχή”- Ζωή Καβαλάρη
ίναι από τις νύχτες, που κάθεται στο μπαλκόνι και έχει για παρέα της τον άνεμο και τις, ακόμα πιο θυελλώδεις από εκείνον, σκέψεις της. Γυρίζουν σκέψεις, πρόσωπα, γεγονότα, συναισθήματα, πράξεις και λόγια.
“Μια νέα αρχή”- Ελένη Κατσώνη
Απ’ το ηχείο του ασανσέρ ακούστηκε η μελωδική φωνή μιας νεαρής γυναίκας, «5ος όροφος». Έσπρωξε δειλά-δειλά τη βαριά πόρτα του ασανσέρ.
“Ένα ξέσπασμα”- Ορφέας Σουρής
Όλα ξεκινούν με μερικά απειλητικά, καλοκαιρινά μαύρα σύννεφα, ένα Αυγουστιάτικο απόγευμα. Βγαίνω πάντα με μια κάμερα στο χέρι, η πρώτη σταγόνα κυλάει στο κεφάλι μου καθώς περπατάω, σε λίγα λεπτά κάθε σταγόνα μαστιγώνει το μυαλό μου δίχως έλεος.
“Του Μάρτη”- Χρήστος Κουλαξίζης
Αχτίδες φωτός στο πρόσωπο μου. Πάλι άφησα χθες την κουρτίνα ανοιχτή χαζεύοντας τ' άστρα του βραδινού ουρανού. Κι έτσι το πρωινό με βρήκε απέναντι στον ήλιο του Μάρτη.
“Δακρυσμένο χαμόγελο”- Χριστίνα
«Ευχαριστώ πολύ. Να σου φέρω κάτι άλλο;» ρώτησε χαμογελώντας. «Όχι κυρ-Βαγγέλη, σ’ ευχαριστώ. Θα φύγω να ξεκουραστείτε κι εσείς. Καλό βράδυ!»
“Κρυμμένη ευτυχία”- Χριστίνα
Τι κι αν μεγάλωνε; Όσο περνούσαν τα χρόνια, όλο και πιο μικρός ένιωθε. Το καταλάβαινε τα βράδια, που έσφιγγε όλο και περισσότερο εκείνο το αρκουδάκι που του είχε χαρίσει η θεία του, τότε που έκανε τα πρώτα του βήματα.
“Για μια νύχτα στην ταράτσα(!)”- Χριστίνα
«Μέχρι πού θα έφτανες για μένα;» τον ρώτησε ένα βράδυ που επέστρεφαν στο σπίτι, κοιτώντας τον επίμονα. «Μέχρι την άκρη του κόσμου!» απάντησε εκείνος χαμογελώντας γλυκά.