Κάπνιζες όταν σε είδα.
Ο καπνός σερνόταν γύρω από το πρόσωπό σου
καθώς κοιτούσες έξω από το παράθυρο.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά ένιωσα λύπη να λιμνιάζει στον πάτο της κοιλιάς μου.
Ίσως ήταν το φεγγάρι που έσταζε το χλωμό του φως πάνω σου.
Ίσως ήταν το λευκό σου δέρμα που ποτέ δεν χόρτασα να αγγίζω.
Όλα πάνω σου πια μοιάζουν επικίνδυνα, δηλητηριώδη,
απαγορευτικά.
Έγινες ο κάρπος της αμαρτίας μου,
και το λάθος που πάντα θα έκανα.
Ίσως ήταν τα φιλιά σου που πάντα μου χάριζες ελεύθερα.
Ίσως ήταν τα μάτια σου που ποτέ δεν κατάλαβα.
Έρχομαι δίπλα σου και γυρίζω μία καρέκλα.
Με κοιτάζεις και απλά μου χαμογελάς.
Χωρίς να πεις τίποτα, χωρίς να αφήσεις κάτι να εννοηθεί.
Παρά μόνο υπάρχεις εκεί για εμένα.
Ίσως να ήθελα να σου πω όσα ποτέ δεν άκουσες.
Ίσως να άκουγα όσα ποτέ δεν ήθελες να πεις.
Απλώνω το χέρι μου και αγγίζω το πακέτο με τα τσιγάρα σου.
Παίρνω ένα και το ανάβω.
Ο καπνός μου κάει τον λαιμό.
Και απλά στέκομαι εκεί, καθρέφτισμα και σκιά σου.
Ίσως να μην ήξερα τι κάνω.
Ίσως να έκανα ότι δεν ήξερα.
Μου χαιδεύεις το χέρι απαλά και σε κοιτώ.
Πάντα κάτι να θέλω να σου πω,
και όλο τις λάθος λέξεις να διαλέγω.
Γι’αυτό και κάποτε αποφάσισα απλά να σιωπώ.
Ίσως να με αγάπησες όσο εγώ.
Ίσως και όχι.
Οι ματιές μας δεν διασταυρώνονται πάλι όλο το βράδυ.
Σε νιώθω κάποια στιγμή να παίρνεις τον καπνό σου και να φεύγεις.
Και το μόνο δικό σου πάνω μου μένει το άγγιγμά σου.
Ώσπου και αυτό φεύγει μόλις σβήνω το τελευταίο τσίγαρο.
Ίσως και να ταν αλλιώς η ζωή μαζί σου,
μαζί αν περπατούσαμε τις ατελείωτες αυτές βραδιές.
Ίσως και να δάκρυσα απόψε για εμάς καθώς περπατούσα στα σοκάκια των στιγμών μας.
Καληνύχτα λοιπόν.
Σ’αγαπώ και ας μην είσαι εδώ.
Μου λείπεις όσο και αν το μισώ.
Μην μας ξεχάσεις πάντα θα ελπίζω.
“Το τελευταίο τσιγάρο” -Pit

Leave a Reply