Εσιώπησε και η χαρά, που καρτερής να έρθει,
τα μάτια αλμύρα γιόμισαν, και προσμονή μεγάλη.
Κι εσύ, βλαστάρι φύτεψες, στο χώμα,
ετούτο τον χειμώνα.
Το ποτίζεις απαλά, με κάθε δάκρυ που κυλάει,
για να ριζώσει ακλάδευτο και τα φτερά ν’ απλώσει.
Κι αυτό, σαν από μάνα ορφανό,
παλεύει μοναχό, με τα στοιχεία της φύσης,
παλεύει ολόρθο να σταθεί, κι ανάσες να χορτάσει.
Θέλει τον κόσμο να χαρεί, κι ανάμεσα να ζήσει,
Παίρνει κουράγιο απ’ τα πουλιά,
που ολόγυρα πετάνε, μελωδικά.
Σε κάθε ήχο τους, σκιρτά, σαν ξάφνιασμα,
και παίρνει δύναμη, ζωή.
Κι έρχεται αλμύρα θαλασσινή
και κόμπος τον επνίγει
είναι το δάκρυ τ’ απαλό,
της μάνας που στερεύει.
Μα δεν δειλιάζει, μοναχό, τη φύση του παλεύει.
Κι άξαφνα ο ήλιος, ο ήλιος ο λαμπερός,
θαρρείς πως κουράγιο πια δεν έχει,
κι απελπισία ο φόβος, σαν ίσκιος τον τυλίγει.
Στρέφει το βλέμμα χαμηλά, σαν δύναμη ν’ αντλήσει,
μια σπίθα είναι που κρατά, φεγγοβολά,
στο διάβα του, του δίνει ελπίδα.
Και το βλαστάρι είναι εκεί, μέσα του θεριεύει,
στέκει ολόρθο, αλύγιστο, μέσα στο φως,
σιωπηλό, στην αγκαλιά της μάνας, στον κόσμο αγναντεύει.
Ο Θοδωρής Γεωργιάδης γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1961, έζησε στον Βόλο, στη Βέροια, στην Κρήτη και στη Λάρισα και ζει πλέον στην Κοζάνη. Εδώ και μία εικοσαετία ασχολείται με την ποίηση ερασιτεχνικά, και θεωρεί τυχερούς όσους κατέχουν το αριστούργημα που λέγεται μουσική.
Η φωτογραφία τραβήχτηκε από τον Μάνο Γαρεφαλάκη.
Leave a Reply